earwax$23623$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

earwax$23623$ - translation to ελληνικό

WAXY SUBSTANCE SECRETED BY THE EAR
Cerumen; Ear wax; Earwax impaction; Cerumen aurium; Earwax removal; Earwaxes; Impacted wax; Wet-type earwax
  • An ear-cleaner, attending to a man's ear. Gouache painting, Delhi, 1825.
  • Dry-type human earwax.
  • Earwax

earwax      
n. κηρήθρα αυτιού, κυψέλη του ωτός

Ορισμός

cerumen
[s?'ru:m?n]
¦ noun technical term for earwax.
Origin
C17: mod. L., from L. cera 'wax'.

Βικιπαίδεια

Earwax

Earwax, also known by the medical term cerumen, is a brown, orange, red, yellowish or gray waxy substance secreted in the ear canal of humans and other mammals. It protects the skin of the human ear canal, assists in cleaning and lubrication, and provides protection against bacteria, fungi, and water.

Earwax consists of dead skin cells, hair, and the secretions of cerumen by the ceruminous and sebaceous glands of the outer ear canal. Major components of earwax are long chain fatty acids, both saturated and unsaturated, alcohols, squalene, and cholesterol. Excess or compacted cerumen is the buildup of ear wax causing a blockage in the ear canal and it can press against the eardrum or block the outside ear canal or hearing aids, potentially causing hearing loss.